Οι συζητήσεις για το παρελθόν είναι πάντα απρόβλεπτες. Αφήνεις τη στιγμή πολύ νωρίς και θρηνείς που δεν είπες ή δεν ήξερες περισσότερα, μένεις κολλημένος σε αυτή τόσο καιρό ώστε η μαγεία να έχει φύγει. Όμως υπάρχει αυτό το γλυκό σημείο, ακριβώς στην κορυφή, όπου η ικανοποίηση της αναβίωσης αυτών των προηγούμενων χαρών ξεπερνά τέλεια τον πόνο του χαμένου χρόνου. Με ένα ζευγάρι, υπέροχες ερμηνείες και μία παρατηρητική προσέγγιση στην ιστορία τους, το “Blue Jay” καταφέρνει να αιχμαλωτίσει την ικανοποίηση αυτού του κορυφαίου σημείου.
Αν και γυρίστηκε ασπρόμαυρο (Ο Alex Lehman αναλαμβάνει διπλά καθήκοντα ως σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας) η απροσδόκητη επανένωση του Jim (Mark Duplass) και της Amanda (Sarah Paulson) συμβαίνει στο λιγότερο ονειρικό μέρος, σε έναν διάδρομο ενός τοπικού μπακάλικου. Αφού σχεδόν αποχαιρετιστούν, τόσο γρήγορα όσο συναντήθηκαν, οι δύο τους αφήνουν τα αυτοκίνητά τους στο πάρκινγκ και ξεκινούν ένα ημερήσιο ταξίδι θυμούμενοι την εποχή τους ως ζευγάρι στο λύκειο. Καθώς ανοίγουν μια ρομαντική χρονική κάψουλα μιας πρώτης αγάπης δύο δεκαετιών, αρχίζουν να αποκαλύπτουν θαμμένα συναισθήματα. Αν και η ταινία ξεκινά με τον Jim (και γράφτηκε από τον Mark Duplass) αποφεύγει το κουρασμένο τροπάριο ενός άντρα που παρασύρεται, που σκοντάφτει πάνω σε μια αγάπη του παρελθόντος για να τον βοηθήσει να τα βγάλει πέρα. Ο Jim είναι ευάλωτος, ρομαντικός και συναισθηματικός. Υπάρχει μία ζεστασιά ανάμεσα σε αυτόν και την Amanda. Η Amanda είναι μία γοητευτική γυναίκα με άπταιστο χιούμορ. Στην αρχή φαίνεται πως η ζωή της είναι “τέλεια”, αλλά αργότερα ανακαλύπτουμε πως δεν είναι τελείως ευχαριστημένη με αυτή και έχει πολλές ανησυχίες για το τι επιφυλάσσει το μέλλον. Λίγο πιο μετά, προς το τέλος της ταινίας, εκμυστηρεύεται στον Jim πως εδώ και αρκετό καιρό παίρνει αντικαταθλιπτικά χάπια.
Αν και το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού της Amanda και του Jim γίνεται σε εσωτερικούς χώρους, υπάρχουν αρκετές αγροτικές πινελιές για να δώσουν μία ζωντανή αίσθηση του τόπου όπου ξεκίνησαν όλα. Οι αστραφτερές λίμνες, οι άδειοι δρόμοι με την ανατολή του ηλίου. Ο Duplass θέτει σοφά την ανάλυση του παρελθόντος μακριά από τα εμβλήματα μιας μεγάλης πόλης. Ακόμη και ο μοναχικός cameo της ταινίας, ένας ευγενικός ιδιοκτήτης μαγαζιού αλκοολούχων ποτών, είναι μία νότα χάρης σε μια ιστορία που δεν κυριαρχείται ποτέ από μία συγκεκριμένη λεπτομέρεια.
Το “Blue Jay” δεν στηρίζεται στο πεπρωμένο, υπάρχει γνήσια ευτυχία εδώ, η καρδιά είναι πάντα ακριβώς πίσω από αυτήν.
Κατά τη γνώμη μου μία από τις καλύτερες φράσεις μέσα σε αυτήν την ταινία είναι της Amanda προς το τέλος της όταν εξηγεί στον Jim την ψυχολογική της κατάσταση, διότι θεωρώ πως πολλοί από εμάς μπορούν να την καταλάβουν: “I’ve been taking anti-depressants, for a while. And I haven’t told anyone, you know. Not even my husband. And I don’t know why I feel so embarrassed aboyt taking them. And it’s probably beacause there’s nothing, you know, there’s nothing wrong with my life. I should be happy. But there’s this sadness. And I don’t know where it comes from.”
Αν επιθυμείτε να δείτε αυτήν την ταινία, είναι διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Netflix.
Πολύ ενδιαφέρουσα πρόταση, που φαίνεται ότι μπορεί να “μιλήσει” σε πολλούς ανθρώπους στην εποχή μας!
ευχαριστούμε πολύ για την πρόταση 😀